- ποριζομένη
- πορίζωcarrypres part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πορίζω — ΝΜΑ [πόρος] 1. δίνω σε κάποιον την ευκαιρία να αποκτήσει κάτι, προσπορίζω (α. «η επιχείρηση μάς επόρισε αρκετά κέρδη» β. «καὶ δύνασθαι τροφὴν ἐκ τῶν πολεμίων τοῑς στρατιώταις πορίζειν», Iσοκρ.) 2. μέσ. πορίζομαι α) συνάγω, αποκομίζω, προμηθεύομαι … Dictionary of Greek
Πανταζής — Επώνυμο ιστορικών προσώπων. 1. Δημήτριος. Έλληνας λόγιος(1814 – 1884). Δημοσίευσε περισσότερες από 150 μελέτες σε διάφορα περιοδικά και εφημερίδες και μετέφρασε το αρχαιολογικό λεξικό του Σμιθ. Έγραψε αρχαιολογικό οδηγό της Αθήνας και πολλά… … Dictionary of Greek